- δηρίομαι
- δηρῐομαι1 contend with c. dat.
δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν O. 13.44
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν O. 13.44
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
δηρίομαι — δηρί̱ομαι , δηριάομαι contend pres ind mp 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδήριτος — ἀδήρητος, ον (Α) [δηρίομαι] 1. ο δίχως μάχη ή αγώνα 2. αδιαφιλονίκητος, αδιαμφισβήτητος 3. ακαταμάχητος, ακατανίκητος … Dictionary of Greek
περιδήριτος — ον, Α αυτός για τον οποίο μάχονται πολλοί, περιμάχητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δήριτος (< δηρίομαι < δῆρις «μάχη, αγώνας διένεξη»)] … Dictionary of Greek